-
1 μπροστά
1) см. μπρος;2) сначала, предварительно;τό κρέας θα το τσιγαρίσεις μπροστά και μετά ρίχνεις νερό — сначала обжарь мясо, а затем добавь воду;
§ τον βάζω μπροστά — обругать, пристыдить кого-л.;
σαν να τον βλέπω μπροστά μου — он как живой перед моими глазами
См. также в других словарях:
τσιγαρίζω — τζυγαρίζω ΝΜ 1. τηγανίζω, καβουρντίζω, κοκκινίζω στο τηγάνι («πρέπει πρώτα να τσιγαρίσεις το κρεμμύδι και ύστερα να προσθέσεις το κρέας») 2. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ 3. φρ. «τσιγαριζόμαστε με το ζουμί μας» ζούμε φτωχικά, με πολλές στερήσεις.… … Dictionary of Greek